ευθυγραμμώ
Смотреть что такое "ευθυγραμμώ" в других словарях:
ευθυγραμμώ — [ευθύγραμμος] ευθυγραμμίζω … Dictionary of Greek
ευθυγραμμώ — βλ. ευθυγραμμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐθυγράμμῳ — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυγράμμωι — εὐθυγράμμῳ , εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)